- συγκρίσεων
- συγκρίσεω̆ν , σύγκρισιςaggregationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
δοκιμολογία — Συστηματική και πολύπλευρη μελέτη των εξετάσεων και γενικά των εκπαιδευτικών δοκιμασιών. Ο όρος δ. άρχισε να χρησιμοποιείται σχετικά πρόσφατα και περιορίζεται ακόμα σε τεχνικούς τομείς και ειδικά στον τομέα της πειραματικής παιδαγωγικής. Τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek